-
1 φανερή
φανερόςvisible: fem nom /voc sg (epic ionic) -
2 ясный
επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•-ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•
ясный свет λαμπερό φως.
|| στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. αίθριος, ξάστερος•-ое небо αίθριος ουρανός•
-ая погода ξαστεριά.
|| διαυγής, διαφανής, καθαρός•ясный воздух καθαρός αέρας.
3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•-ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.
4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•-ая дикция καθαρή προφορά•
ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.
|| πειστικός•-ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.
|| σαφής•ясный ответ σαφής απάντηση•
-ое понятие σαφής έννοια.
5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•-ое намерение φανερή πρόθεση.
εκφρ.- ое дело – φανερή υπόθεση•ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα. -
3 голосование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > голосование
-
4 видимый
ви́дим||ыйприл1. (доступный зрению) ὁρατός:\видимыйый мир ὁ ὀρατός κόσμος·2. (заметный, явный) ἐμφανής, ἐκδηλος, φανερός, προφανής, καταφανής:без всякой \видимыйой причины χωρίς καμιά φανερή αἰτία·3. (кажущийся) φαινομενικός, ἐπιφανειακός:несмотря на \видимыйую незначительность... ἄν καί φαίνεται τάχα δτι εἶναι ἀσήμαντο... -
5 нескрываемый
нескрываем||ыйприл φανερός / εἰλικρινής (откровенный):\нескрываемыйое огорчение φανερή λύπη· \нескрываемыйое презрение ἡ ἀπροκάλυπτη περιφρόνηση. -
6 откровенный
откровенныйприл1. εἰλικρινής, ανοιχτός, παρρησιαστικός·2. (очевидный, явный) Εκδηλος, φανερός:выказать \откровенныйное презрение εκφράζω φανερή περιφρόνηση. -
7 явный
явн||ыйприл φανερός, πρόδηλος, καταφανής:\явныйое беззаконие καταφανής παρανομία· \явныйая ложь τό καταφανές ψέμα· с \явныйым неудовольствием μέ φανερή δυσαρέσκεια· стало совершенно \явныйым ἐγινε ὁλοφάνερο. -
8 φανερός
η, ό [ά, όν ] явный, очевидный; открытый, неприкрытый; ясный, заметный, видимый;χωρίς καμιά φανερή αίτια — без всякой видимой причины;
είναι φανερό — очевидно, ясно;
§ είναι φως φανερό — ясно как (божий) день; — яснее ясного;
στα φανερά — при всех, публично; — открыто;
ουδέν κρυπτόν, ό ου μη φανερόν γενήσεται — или ουκ εστί κρυπτόν, ό — ой φανερόν γενήσεται — всё тайное становится явным
-
9 видимый
επ., βρ: -дим, -а, -оορατός•лодка уж не была -а η βάρκα πια δε φαινόταν.
|| φαινομενικός, προσποιητός, επιτηδευμένος•-ая веселость προσποιητή ευθυμία•
εκφρ.- ое дело – α) φανερή (σαφής) υπόθεση, β) κατά πάσαν πιθανότητα, πιθανότατα. -
10 голосование
-я ουδ.ψηφοφορία, ψήφιση•-по спискам ψηφοφορία με καταλόγους•
открытое голосование φανερή ψηφοφορία•
тайное голосование μυστική ψηφοφορία•
ставить вопрос на голосование βάζω (θέτω) το ζήτημα σε ψηφοφορία•
воздержа/ться от -я απέχω της ψηφοφορίας, δεν ψηφίζω.
-
11 открытый
επ. από μτχ.1. ανοιχτός•-ое окно ανοιχτό παράθυρο.
2. απροκάλυπτος•-ая местность ανοιχτό μέρος.
|| ακάλυπτος, απροστάτευτος•открытый фланг (στρατ.) ακάλυπτο πλευρό.
3. ακάλυπτος, ασκέπαστος•открытый автобус ανοιχτό λεωφορείο.
4. γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός.
|| έξωμος, ξελαιμιστός, ντεκολτέ• σχιστός•открытый ворот ανοιχτός γιακάς•
блуза с -ми рукавами μπλούζα με σχιστά μανίκια.
5. ελεύθερος (εισόδου)•открытый судебный про-цсс δικαστήριο με ανοιχτές τις θύρες•
-ое партийное собрание ανοιχτή κομματική συνέλευση.
6. ειλικρινής, ανυπόκριτος• ευθύς•с -ым сердцем με ανοιχτή καρδιά•
открытый характер ευθύς χαρακτήρας.
7. του είδους, της μορφής•-ая форма туберкулза ανοιχτή μορφή φυματίωσης.
8. μτφ. φανερός, έκδηλος, δεδηλωμένος.εκφρ.открытый вопрос – ανοιχτό (άλυτο) ζήτημα•- ое голосование – ανοιχτή (φανερή) ψηφοφορία•лоб – ανοιχτό (μεγάλο) μέτωπο•- ое море – ανοιχτή θάλασσα (ελευθεροπλοία)•выйти в -ое море – βγαίνω στ ανοιχτά (σε ανοιχτό πέλαγος)•- ое письмо – α) ανοιχτό (ασφράγιστο) γράμμα, β) ανοιχτό (δημοσιευόμενο) γράμμα•- ая рана – ανοιχτή πληγή (μη επουλωμένη)•открытый слог – φωνηεντόληκτη συλλαβή•в -ую – ανοιχτά, φανερά (όχι στα κρυφά)•под -ым небом – στο ύπαιθρο•с -ми глазами – έχοντας πλήρη επίγνωση (σκοπού, καθήκοντος κ.τ.τ.) συνειδητά•в -ом поле – στο ύπαιθρο. -
12 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
13 πρόφασις
A motive or cause alleged, whether truly or falsely: then, actual motive or cause, whether alleged or not:I alleged motive, plea, without implication of truth or falsity, ἐπὶ σμικρῇ π. Thgn.323;νόστου π. γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι Pi. P.4.32
;κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας Hdt.1.29
;π. ἔχων, ὡς.. Id.6.133
; καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ π. whether the plea put forward be a trifle or a weighty matter, Th.1.141; τῆς αἰτίας τὴν π. the plea in the case, the basis of the charge, Lys.9.7; τοιαύτας ἔχοντες π. καὶ αἰτίας pleas and motives, Th.3.13; π. ἐπιεικής ib.9;ἀναγκαῖαι Is.4.20
, D.54.17; προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος pleading what was in fact true, And.4.17.2 falsely alleged motive (or cause), pretext, pretence, excuse, π. ἰδίης ἀβουλίης an excuse for.., Democr.119;οὔτε τιν' ἔχων π. οὔτε λόγον εὐτράπελον Ar.V. 468
(lyr.);καλλίστην εἶναι π., τιμωρεῖσθαι μὲν δοκεῖν, ἔργῳ δὲ χρηματίζεσθαι Lys.12.6
: abs. in acc., πρόφασιν in pretence, ostensibly,στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον π., σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη Il.19.302
, cf. Hdt.5.33, E.IA 362 (troch.), Ar.Eq. 466, etc.; opp. τὸ ἀληθές, Th.6.33: in dat.,προφάσει Id.3.86
; προφάσει τῶν δημοσίων on the pretence that public debts are owing, OGI669.15 (Egypt, i A.D.); προφάσιος [εἵνεκεν], προφάσεως ἕνεκα, Hdt.4.135, Antipho 6.14;προφάσεως χάριν Arist.Pol. 1297a14
; ἐκ μικρᾶς π. Plb.2.17.3;ἐπὶ προφάσιος Hdt.7.150
: folld. by an inf., αὕτη γὰρ ἦν σοι π. ἐκβαλεῖν ἐμέ for casting me out, S.Ph. 1034;οὔτε.. ἔστιν οὐδεμία π. τοῦ μὴ δρᾶν Pl.Ti. 20c
; π. τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ ἰέναι gives them an excuse or plea for not going, Id.R. 469c;οὐδεμία σοι π. ἐστιν ὡς.. X.Cyr.2.2.15
; εὑρὼν π. BGU 1024 vi 21 (iv A.D.).b phrases, πρόφασιν διδόναι, ἐνδοῦναι, allow, afford an excuse, D.43.53, 18.158;οὐκ ἐνδώσομεν π. οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι Th.2.87
; π. μηδεμίαν θέμενος making no excuse, Thgn.364; π. προτεῖναι put forward a pretext, Hdt. 1.156;π. τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι Id.8.3
;προφάσεις παρέχειν Ar.Av. 581
, cf. D.10.35, 18.156; προφάσιας εἷλκον kept making pretences, Hdt.6.86;πάσας π. ἕλκουσιν Ar.Lys. 726
;π. δέχεσθαι Pl.Cra. 421d
(cf.ἀγών 111.5
);π. εὑρίσκειν τοῦ ἀδικήματος Antipho 5.65
;π. καλῶς εὑρημένη Archipp.36
;ἔχθρας π. ζητήσουσιν Pl.Phdr. 234a
, cf. PCair.Zen.270.9 (iii B.C.);π. τινὰ πρεσβείας πορισάμενοι Pl.Ep. 350a
;π. κατασκευάσαι X.Cyr.2.4.17
; ἔχει προφάσεις it is excusable, ib.3.1.27; ;προφάσεις εὐλόγους εἰλήφεσαν D.18.152
;ἐχόμενος προφάσιος Hdt.6.94
;ἐπιλαβέσθαι Id.3.36
, 6.49;τὰς π. ἀφελεῖν D.2.27
;προφάσεως δεῖσθαι Arist. Rh. 1373a3
: personified, τὰν Ἐπιμαθέος ὀψινόου θυγατέρα Π. Pi.P.5.28.c elliptically, μή μοι πρόφασιν no excuse, no shuffling, Ar. Ach. 345;μὴ προφάσεις ἐνταῦθά μοι Alex.127.1
.II the actual motive, purpose, or cause, whether alleged or not, ; ; τὸ ἐκ προφάσεως τῶν.. στρατιωτῶν δηληγατευθὲν μέτρον ἐλαίου for the purpose of.., PLips.64.2, cf. 8 (iv A.D.);τὴν ἀληθεστάτην π., ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ Th.1.23
, cf. 6.6, D.18.156, SIG 888.138 (Scaptopara, iii A.D., pl.): esp. as a medical t.t., external exciting cause, ἐκ πάσης π. ἐκτιτ ρώσκουσι they miscarry on any provocation, Hp.Aph.3.12, cf.Epid.3.3, 3.17.ιά, Acut.(Sp.) 6;τοὺς δ' ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾶς π... τῆς κεφαλῆς θέρμαι.. ἐλάμβανε Th.2.49
: pl., Hp. Aër.16, Fract.15, al.: generally, cause,σμικρὰ π. ἔξωθεν Pl.R. 556e
; βραχεῖα π. Hp.Coac. 477;ἀπὸ μηδεμιᾶς π. ἔξωθεν ἀξιολόγου Diocl.Fr. 82
; φανερὴ π. Hp.Aph.2.41, cf. X.HG6.4.33;ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπὸ προφάσιος τὴν ἐγὼ.. ἀπηγήσομαι Hdt.2.161
, cf. 4.145, 7.230;ἄνθρωπός εἰμι, τοῦτο δ' αὐτὸ τῷ βίῳ π. μεγίστην εἰς τὸ λυπεῖσθαι φέρει Diph.106
, cf. Men.230, 811, Philem.194; βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον ἐφ' ᾗ.. δεξόμεθα.. it needed but a little to move us to.., E.IA 1180.2 occasion, θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ πρόφασιν ἔφασκον, ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς I said à propos,.. I took occasion to say.., Ar.Nu.55; ἐπὶ τῇ ἐμῇ π. à propos of me, Lys.6.19; ἐπὶ τῇ π. τῆς ἐμαυτοῦ ἀρχῆς on the occasion of my accession, PFay.20.11 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόφασις
См. также в других словарях:
φανερή — φανερός visible fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek